Το Γύθειο είναι ιστορική «πόλη» - κωμόπολη και λιμένας, κοντά στις εκβολές του ποταμού Ευρώτα. Είναι ο κυριότερος λιμένας του Λακωνικού Κόλπου και ο δεύτερος της νότιας Πελοποννήσου (μετά την Καλαμάτα). Η νότια άκρη της πόλης του Γυθείου ενώνεται μέσω μικρού προβλήτα με ένα μικρό νησί, την αρχαία Κρανάη ή Μαραθονήσι. Ο πληθυσμός της πόλης ανέρχεται στους 4.876 κατοίκους σύμφωνα με την απογραφή του 2001. Σημειώνεται ότι επί τουρκοκρατίας το Γύθειο λεγόταν «Μαραθονήσι» και όχι μόνο η νησίδα Κρανάη.
Το σύχρονο Γύθειο υψώνεται αμφιθεατρικά στους ανατολικούς πρόποδες του αρχαίου "Λαρυσίου όρους", που σήμερα ονομάζεται από τους ντόπιους Ακούμαρος ή Κούμαρος, ακριβώς πάνω από τον κυρίως λιμένα, που θεωρείται ο ασφαλέστερος της ΝΑ Πελοποννήσου και από τον οποίο πραγματοποιούνται εξαγωγές εσπεριδοειδών, λαδιού, ελαιών και άλλων παραγώγων αυτών.
Ως τοπωνύμιο το Γύθειο πρωτοεμφανίζεται στην ιστορία τον 5ο αιώνα π.Χ. Σύμφωνα με την παράδοση, ο Ηρακλής και ο Απόλλων κατά το κτίσιμο της πόλης ήλθαν σε σύγκρουση εξ αιτίας του μαγικού τρίποδα του Μαντείου των Δελφών. Επειδή όμως ο αγώνας δεν αναδείκνυε νικητή, κατόπιν της μεταξύ τους συνδιαλλαγής, αντί Ηρακλείας ή Απολλωνίας, ονόμασαν την πόλη "Γη θεών" με συνέπεια να τιμώνται και οι δύο στην πόλη αυτή.
Στις αρχαιολογικές έρευνες του 1891, αποκαλύφθηκε το αρχαίο θέατρο του Γυθείου στο βόρειο άκρο της πόλης, καθώς και η ακρόπολη δυτικά του θεάτρου. Πολλά ερείπια από τη ρωμαϊκή εποχή διασώζονται στην ευρύτερη περιοχή, ενώ από την αρχαιότητα διασώζονται στην παλιά πόλη το αρχαίο θέατρο, στον δε λόφο πίσω από την πόλη τα ερείπια ενός ιερού του Διονύσου.
Το 375 μ.Χ. συνέβη ένας μεγάλος σεισμός, όπου το παλιρροιακό κύμα που δημιουργήθηκε καταπόντισε το Γύθειο στα νερά του Λακωνικού Κόλπου, θάβοντας ή πνίγοντας τους κατοίκους του.. Σ΄ αυτό το τμήμα και στον παρακείμενο θαλάσσιο βυθό, βρέθηκαν τα περισσότερα αρχαία μάρμαρα, ψηφιδωτά δάπεδα, τμήματα αγαλμάτων θεών, ηρώων και αρχόντων, καθώς και θεμέλια οικοδομών, που αποτελούν τους θλιβερούς μάρτυρες της άλλοτε λαμπρής πόλης.