Η Κίμωλος είναι νησί του Αιγαίου, που ανήκει στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Κυκλάδων. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό όριο των Κυκλάδων, κοντά στη Μήλο, από την οποία και χωρίζεται από το στενό Αμώνι (πλάτους 0,5 μιλίου). Μεταξύ της Μήλου και της Πολυαίγου βρίσκονται και οι νησίδες Κασσέλες, Άγιος Γεώργιος, Πήτα, Μανωλονήσι και Άγιος Ευστάθιος ή Πυργί, στην οποία και υπάρχει φάρος που εξυπηρετεί τη ναυσιπλοΐα στο μεταξύ Κιμώλου και Πολυαίγου "στενό Πυργί". Το σχήμα της Κιμώλου είναι περίπου κανονικού πενταγώνου με ανάπτυγμα ακτών περίπου 40 χλμ. Πρωτεύουσά της είναι το Χωριό Κιμώλου και λιμάνι της η Ψάθη.
Οι κάτοικοί της, που είναι συγκεντρωμένοι στην ομώνυμη κοινότητα, μεταξύ των ορμίσκων Ψάθα και Άγιος Νικόλαος, ασχολούνται κυρίως με τη ναυτιλία, τη γεωργία, την αλιεία, τη λατομία πορόλιθου και την εξόρυξη της "κιμωλίας γης". Το νησί έδωσε το όνομά του στο λευκό πέτρωμα, τη γνωστή από τους μαυροπίνακες κιμωλία.
Η Κίμωλος είναι νησί με πλούσιες ιστορικές καταγραφές. Σύμφωνα με την παράδοση, πρώτος μυθικός οικιστής της υπήρξε ο Κίμωλος, στον οποίο οφείλει το όνομά της.
Ήταν επίσης γνωστή και σαν Εχινούσα, πιθανόν λόγω της κιμωλίας έχιδνας (οχιάς) που ακόμη και σήμερα αφθονεί στο νησί. Κατά την αρχαιότητα, η Κίμωλος είχε δύο θαυμάσιους λιμένες των οποίων τα λείψανα υπάρχουν στη θέση «Ελληνικό» όπως το αποκαλούν οι ντόπιοι, ενώ στον όρμο Ψάθα υπάρχουν λαξευτά νεωλκεία.
Το Μεσαίωνα και μέχρι τους χρόνους της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 ονομαζόταν Αρτζιαντιέρα ή Αρτζεντιέρα, λέξη ενετικής προέλευσης, λόγω των ασημόχρωμων βράχων της στα νότια. Η Κίμωλος προσαρτήθηκε με την υπόλοιπη Ελλάδα το 1830, όταν αναγνωρίστηκε ανεξάρτητο κράτος ως "Βασίλειο της Ελλάδος" μαζί με όλες τις Κυκλάδες.
Ο πληθυσμός αυξήθηκε από το 1991 (πραγματικός πληθυσμός 728) σε 769 κατοίκους σύμφωνα με την απογραφή του 2001. Οι περισσότεροι από τους κάτοικους ασχολούνται με την τουριστική υποδομή (εστιατόρια, χώροι διαμονής κτλ.) την καλοκαιρινή περίοδο, σε συνδυασμό με αγροτικές δραστηριότητες, κατά τη διάρκεια του χειμώνα.