Το Μέτσοβο είναι ορεινή κωμόπολη του νομού Ιωαννίνων. Αποτελεί παραδοσιακό οικισμό και βρίσκεται στο ανατολικό άκρο του νομού, κοντά στα όρια με το νομό Τρικάλων, ανάμεσα στα βουνά της μεγαλύτερης οροσειράς της Ελλάδος, της Πίνδου. Οι κάτοικοί του, που σύμφωνα με την απογραφή του 2001 ανέρχονταν σε 3.195, είναι κυρίως βλάχικης καταγωγής, ασχολούνται λιγότερο με τη γεωργία και περισσότερο με την κτηνοτροφία.
Στο Μέτσοβο λειτουργεί ένα οργανωμένο χιονοδρομικό κέντρο, το οποίο σε συνδυασμό με την γραφικότητα του τοπίου, αποτελεί πόλο έλξης πολλών επισκεπτών.
Ακόμη από το 1955 λειτουργεί το Λαογραφικό Μουσείο Μετσόβου, το οποίο στεγάζεται στο ανοικοδομημένο αρχοντικό της οικογένειας Τοσίτσα και περιλαμβάνει αντικείμενα της περιόδου 1650-1850: παραδοσιακά ξυλόγλυπτα έπιπλα, υφαντά και κεντήματα, χρυσοκέντητες φορεσιές, διακοσμητικά και χρηστικά αντικείμενα, όπλα, νομίσματα, αγροτικά σκεύη, εικόνες. Από το 1988 λειτουργεί η Πινακοθήκη Ε. Αβέρωφ όπου εκτίθενται 250 περίπου πίνακες αξιόλογων ζωγράφων του 19ου και 20ου αιώνα. Τέλος, από το 1991 στον τρίτο όροφο του αρχοντικού, εκτίθενται προσωπικά αντικείμενα και φωτογραφίες του Ευαγγέλου Αβέρωφ - Τοσίτσα, ο οποίος είχε δείξει ιδιαίτερη φροντίδα για την ίδρυση και λειτουργία του μουσείου.
Το Μέτσοβο είναι κοιτίδα διάσημων Ελλήνων και μεγάλων ευεργετών του έθνους, όπως ο Νικόλαος Στουρνάρας, η Ελένη Τοσίτσα, ο Μιχαήλ Τοσίτσας και ο Γεώργιος Αβέρωφ, που κατάφεραν να κάνουν γνωστό το Μέτσοβο πανελληνίως. Η μεγαλύτερη συμβολή των πιο πάνω προσώπων ήταν η δημιουργία του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου, το οποίο εν συντομία καλείται Μετσόβιο.
Το Μέτσοβο είναι ακόμα γνωστό για την παρασκευή δύο τυριών, με την ονομασία μετσοβόνε και μετσοβέλας. Ένα σημαντικό τμήμα του πληθυσμού απασχολείται στις βιομηχανίες ξύλου και γάλακτος (γιαούρτι, βούτυρο, γραβιέρα και κεφαλογραβιέρα) καθώς και στις βιοτεχνίες ειδών λαϊκής τέχνης (υφαντά, ασημικά, ξυλόγλυπτα κ.ά.). Επίσης φημίζεται για την παραγωγή κρασιού με πιο γνωστό παρασκευαστή, τον αμπελώνα του κατωΐου της οικογενείας των Αβέρωφ.