Η ΓιόνγκΧιε είναι μια αφοσιωμένη νοικοκυρά στη Σεούλ που ζει μια ήσυχη, συνηθισμένη ζωή με τον σύζυγό της, έναν άνθρωπο χωρίς ιδιαίτερες φιλοδοξίες. Το μοναδικό της ενδιαφέρον είναι να διατηρεί το σπίτι σε σχολαστική τάξη. Μια μέρα, η ΓιόνγκΧιε βλέπει ένα αιματοβαμμένο όνειρο. Ξυπνάει και πετάει με μανία όλο το κρέας από την κατάψυξη χωρίς να δώσει εξηγήσεις. "Είδα ένα όνειρο", λέει μόνο. Και αποφασίζει να γίνει χορτοφάγος.
Η κανονικότητα της ζωής της, όπως τη γνώριζε μέχρι τότε, καταρρέει. Αντιμετωπίζει την άρνηση των οικείων της να την καταλάβουν και στη συνέχεια την εχθρότητά τους, καθώς η πράξη αυτή μπορεί να αποβεί επικίνδυνη σε μια χώρα όπως η δική της. Το ίδιο και οι άλλες πράξεις παθητικής αντίστασης της ηρωίδας, που στο τέλος οδηγούν την οικογένειά της να στραφεί εναντίον της. Σταδιακά, η ΓιόνγκΧιε μεταμορφώνεται όλο και περισσότερο, καθώς ονειρεύεται να ζήσει σαν φυτό, να γίνει δέντρο. Ολόκληρος ο κόσμος που την περιβάλλει επηρεάζεται από τη μεταμόρφωσή της. Η ΓιόνγκΧιε δεν θέλει να σταματήσει να ζει. Θέλει να σταματήσει να ζει όπως εμείς, μέσα σε μια ανθρωπότητα που είναι όλα αυτά που η ΓιόνγκΧιε δεν θέλει να είναι: επιβλαβής, δολοφονική, βίαιη.
Η παράσταση είναι βασισμένη στο ομώνυμο μυθιστόρημα της νομπελίστριας Χαν Γκανγκ (Man Booker International 2016), που επιχειρεί μια χαρτογράφηση της βίας – φυσικής, ψυχολογικής, πολιτικής – μέσα από ένα οικογενειακό πορτρέτο. Πρόκειται για μια σκοτεινή αλληγορία για την εξουσία, την εμμονή και τον αγώνα μιας γυναίκας να απελευθερωθεί από τη βία που ασκείται τόσο έξω όσο και μέσα της. Εκδόθηκε για πρώτη φορά στη Σεούλ το 2007 και έκτοτε έχει μεταφραστεί σε 32 γλώσσες.
Η Ντεφλοριάν μετουσιώνει τη δύναμη του έργου της Γκανγκ σε θεατρικό ελιξίριο. Αναμειγνύει τις πιο πεζές πτυχές της ζωής με ονειρικές, νευρωτικές ή και φαντασιακές στιγμές που αστράφτουν στη σκηνή. Με γλώσσα αισθησιακή και προκλητική, μετατρέπει αυτό το καφκικό σύμπαν σε ζωντανή τέχνη, με τη βοήθεια και των ερμηνειών.
Η θεατρική προσαρμογή της "Χορτοφάγου" αποτελεί παράδειγμα της ικανότητας πειθούς του θεάτρου. Στη σκηνοθεσία της Ντεφλοριάν, η ιστορία επενεργεί ήπια στον θεατή, ο οποίος φεύγει από την παράσταση επηρεασμένος, έχοντας αιχμαλωτιστεί από τη γοητεία ενός σύμπαντος που δεν φανταζόταν ότι θα τον άγγιζε τόσο βαθιά.
Το έργο έκανε πρεμιέρα τον Οκτώβριο στην Ιταλία (Teatro Arena del Sole, Μπολόνια) και στη συνέχεια παρουσιάστηκε στο Festival d’Automne του Παρισιού (Νοέμβριος 2024).
Σκηνοθεσία: Daria Deflorian
Βοηθός σκηνοθέτιδας: Andrea Pizzalis
Σκηνικά: Daniele Spanò
Φωτισμοί: Giulia Pastore
Ήχος: Emanuele Pontecorvo
Κοστούμια: Metella Raboni
Σύμβουλος σκηνογράφου: Lisetta Buccellato
Συνεργάτης: Attilio Scarpellini
Σύμβουλος δραματουργίας: Eric Vautrin
Τεχνική διεύθυνση: Lorenzo Martinelli, Micol Giovanelli
Φωτογραφίες: Andrea Pizzalis
Ασκούμενος: Blu Silla
Παίζουν: Daria Deflorian, Paolo Musio, Monica Piseddu, Gabriele Portoghese
Επικοινωνία: Francesco Di Stefano
Στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών - Επιδαύρου 2025.